Σάββα Τσιτουρίδη, πρώην Υπουργού
Χρήστου Ζώη, πρώην Υπουργού
Κρινιώς Κανελλοπούλου, πρώην Προέδρου Κοιν. Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας
Άρη Σπηλιωτοπούλου, πρώην Υπουργού
Ευάγγελου Αντώναρου, πρώην Κυβερνητικού Εκπροσώπου
Παραμονές του 62ου γύρου των διερευνητικών επαφών η Τουρκία με εμπρηστικές και απειλητικές δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων της κλιμακώνει τις προκλήσεις προς τη χώρα μας.
Ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος Ομέρ Τσελίκ κατηγορώντας την Ελλάδα για επιθετικότητα την απειλεί λέγοντας ότι η Τουρκία, εκτός από τη διπλωματία θα απαντήσει στο πεδίο.
Και πήγε πολλά βήματα παραπέρα προσθέτοντας ότι οι Έλληνες δεν μπορούν να βλέπουν με ασφάλεια το μέλλον τους χωρίς μια δίκαιη (όπως την εννοούν αυτοί) συμφωνία με την Τουρκία.
Είναι τουλάχιστον ατυχές το ότι δεν υπήρξε άμεση προσήκουσα αντίδραση της Αθήνας σε μια τέτοια ιταμή τουρκική πρόκληση.
Ο παραπάνω αξιωματούχος είχε πάρει τη σκυτάλη από την εκπρόσωπο του τουρκικού Υπουργείου Άμυνας, που χαρακτήρισε παράνομη (!) την έλευση ελληνικής πυραυλακάτου στο Καστελλόριζο.
Στα 73 χρόνια από την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ τέτοια άμεση και προκλητική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο ακριτικό νησί.
Ούτε εδώ είδαμε προσήκουσα αντίδραση της Αθήνας.
Την ίδια στιγμή οι Τούρκοι φθάνουν στην Αθήνα κάνοντας λόγο για αναβάθμιση του διαλόγου.
Συγκεκριμένα: οι Έλληνες πληροφορηθήκαμε από τουρκικά ΜΜΕ πως η Αθήνα με την Άγκυρα κατέληξαν σε συμφωνία όχι μόνο για διερευνητικές αλλά ΚΑΙ για διαβουλεύσεις σε πολιτικό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστικό πως για πρώτη φορά στην ιστορία των Διερευνητικών οι ανακοινώσεις των δύο ΥΠΕΞ δεν είναι ταυτόσημες — κάτι πρωτοφανές στη διεθνή διπλωματία.
Το ελληνικό ΥΠΕΞ ανέφερε ότι ο «62ος γύρος των διερευνητικών επαφών θα γίνει στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου», ενώ το τουρκικό ΥΠΕΞ ανέφερε ότι «οι συμβουλευτικές συνομιλίες και οι πολιτικές διαβουλεύσεις θα γίνουν στην Αθήνα στις 16 και 17 Μαρτίου».
Όσο κι αν η Αθήνα λέει ότι οι πολιτικές διαβουλεύσεις της 17ης Μαρτίου δεν έχουν σχέση με τις διερευνητικές της 16ης Μαρτίου, η στάση της κυβέρνησης δημιουργεί σύγχυση ως προς το ποια είναι η εθνική πολιτική στα κρίσιμα αυτά ζητήματα.
Μέσα σε αυτό το γκρίζο και θολό τοπίο, που δυναμιτίζεται και από αλλοπρόσαλλες δηλώσεις του Ερντογάν η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να σύρεται σε έναν διάλογο χωρίς η ατζέντα, οι στόχοι και η στρατηγική της να είναι ξεκάθαροι και κατανοητοί σε όλους τους Έλληνες.
Κι αυτό δημιουργεί πολλά ερωτηματικά, που πρέπει να απαντηθούν άμεσα από τους κυρίους Μητσοτάκη και Δένδια.
Από την άλλη πλευρά η πρόθεση της Άγκυρας είναι προφανής.
Η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει σύγχυση ότι πρόκειται για γενικευμένο διάλογο μεταξύ των δύο χωρών, που προσλαμβάνει επίσημο χαρακτήρα διαπραγμάτευσης.
Ο στόχος αυτής της προσπάθειας σαφής: Η Τουρκία θέλει να στείλει θετικά για αυτήν μηνύματα τόσο προς τις Βρυξέλλες ενόψει της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της 25ης Μαρτίου όσο και προς την Ουάσιγκτον, τη στιγμή που τα σήματα που λαμβάνει από τη νέα ηγεσία εκεί δεν είναι ενθαρρυντικά γι’ αυτήν.
Απέναντι και σ’ αυτήν την προφανή τακτική της Άγκυρας, ενόψει των διερευνητικών δεν υπήρξε καμμιά αντίδραση από την Αθήνα.
Σχετικά με τους λοιπούς τακτικισμούς της Άγκυρας ορισμένα πράγματα έπρεπε να έχουν γίνει ήδη σαφή πέρα από οποιαδήποτε αμφισβήτηση.
Η συνάντηση της Αθήνας να μείνει ξεκάθαρα σε αυστηρά τεχνικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό η συμμετοχή του Ιμπραχίμ Καλίν, κορυφαίου συμβούλου του προκλητικά απειλούντος Ερντογάν, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Όπως δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση σε πολιτικό επίπεδο όσο η Τουρκία δυναμιτίζει το ήπιο κλίμα με τη χώρα μας.
Πρέπει ακόμη να ξεκαθαρίσουμε στην τουρκική πλευρά ότι το θέμα των ευρωτουρκικών σχέσεων και των ευρωπαϊκών κυρώσεων στην Άγκυρα, με αίτημα της Αθήνας, θα βρεθεί στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της 25ης Μαρτίου.
Πέρα όμως από τις διαδικασίες και την τακτική, υπάρχει ένα ζήτημα που αφορά τον πυρήνα της πολιτικής.
Με δεδομένη την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο από την ελληνική κυβέρνηση προς κάθε κατεύθυνση πως στην Ευρώπη του 21ου αιώνα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από κανέναν η αμφισβήτηση της κυριαρχίας ενός ευρωπαϊκού κράτους μέσω παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου και απαράδεκτων αξιώσεων για αναθεώρηση διεθνών συνθηκών από την πλευρά της Τουρκίας.
Μια τέτοια αμφισβήτηση θα ήταν μια αυτονόητη κόκκινη γραμμή η παραβίαση της οποία θα σταματούσε και κάθε διερευνητική επαφή.
Για το θέμα αυτό η συνεννόηση της κυβέρνησης με τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας για τη χάραξη μιας ξεκάθαρης εθνικής πολιτικής και στρατηγικής, χωρίς να συνιστά αυτό βεβαίως συνδιαχείριση της εξωτερικής πολιτικής, θα εξέπεμπε ένα πολύ ισχυρό μήνυμα ενότητας και αποφασιστικότητας τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας.
Στη διαχείριση των κρίσιμων αυτών εθνικών θεμάτων η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει πολλά περιθώρια για να βελτιώσει τις πολιτικές επιχειρησιακές επιδόσεις της.
Σήμερα.
Γιατί αύριο θα είναι αργά.