Συνέντευξη Σάββα Τσιτουρίδη στην εφημερίδα ΑΥΓΗ
Εκσυγχρονισμός και τηλεφωνικές παρακολουθήσεις είναι έννοιες ασύμβατες.
H εισαγόμενη ακρίβεια είναι ακόμη ένας κυβερνητικός μύθος» τονίζει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Σάββας Τσιτουρίδης. Ο πρώην υπουργός δίνει έμφαση στον «πληθωρισμό της απληστίας» καθώς και στην «ντόπια αισχροκέρδεια» διαπιστώνοντας ότι «η ακρίβεια πάει στα ύψη σε προϊόντα και υπηρεσίες όπου κυριαρχεί ένας μικρός αριθμός επιχειρήσεων που τυχαίνει να είναι εξαιρετικά ισχυρές οικονομικά και σε αγαστή “συνεργασία” με την κυβέρνηση». Αναφερόμενος στη γαλάζια συνθηματολογία του «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού», επισημαίνει πως «ό,τι πιο “πολυδύναμο” έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα το σύστημα Μητσοτάκη είναι οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων του και “φίλων” του».
Κύριε υπουργέ, ο πρωθυπουργός υποστηρίζει πως με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας η οικονομία «βιώνει μια πρωτόγνωρη αναγέννηση». Συμμερίζεστε αυτή την προσέγγιση;
Μια επενδυτική βαθμίδα δεν μπορεί να είναι ένας εθνικός στόχος, όπως αυτός παρουσιάζεται από την καταιγιστική προπαγάνδα ενός θηριώδους μιντιακού συστήματος που τρέφεται σκανδαλωδώς από δημόσιο χρήμα. Το επενδυτικό κλίμα είναι βέβαια ένας επιβεβλημένος οικονομικός στόχος που μέχρι σήμερα παρουσιάζει ασταθή αποτελέσματα. Θα ανέφερα χαρακτηριστικά λίγους αριθμούς. Ο προϋπολογισμός του 2024 στηρίζεται πρωτίστως στην αύξηση των επενδύσεων κατά 15%, έναντι 7,1% που ήταν το 2023. Αποσιωπάται βέβαια ότι και πέρυσι, τέτοιον καιρό περίπου, ο προϋπολογισμός του 2023 προέβλεπε και αυτός αύξηση 15%. Και, όπως βλέπετε, μείναμε στα μισά. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχούν οι επενδύσεις σε real estate και τα deals κερδοσκοπικών funds, τα οποία κατά κανόνα χρηματοδοτούνται με χαμηλότοκα δάνεια από ελληνικές τράπεζες. Δηλαδή με εθνικά κεφάλαια ξένοι αποκτούν τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, η πρακτική έχει δείξει ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις το δήθεν ξένο κεφάλαιο φεύγει «γρήγορα» αφού αποκομίσει υψηλές υπεραξίες. Σε ό,τι αφορά την «πρωτόγνωρη αναγέννηση» θα πω ότι υπάρχει μια διπλή ανάγνωση: Η ανάγνωση της κυβέρνησης και η ανάγνωση των πολιτών. Κατά την πρώτη, οι αριθμοί ευημερούν. Κατά τη δεύτερη, η αναδιανομή πλούτου από κάτω προς τα πάνω βρίσκεται σε πρωτόγνωρα επίπεδα, με αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση όλο και περισσότερων Ελλήνων πολιτών.
Γίνονται αρκετά για την τιθάσευση των ανατιμήσεων; Είναι μόνο εισαγόμενη τελικά η ακρίβεια;
Η εισαγόμενη ακρίβεια είναι ακόμη ένας κυβερνητικός μύθος. Υπάρχει βέβαια και εισαγόμενη ακρίβεια, υπάρχουν όμως και ο πληθωρισμός της απληστίας και η ντόπια αισχροκέρδεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ακρίβεια πάει στα ύψη σε προϊόντα και υπηρεσίες όπου κυριαρχεί ένας μικρός αριθμός επιχειρήσεων που τυχαίνει να είναι εξαιρετικά ισχυρές οικονομικά και σε αγαστή «συνεργασία» με την κυβέρνηση. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat στην Ευρώπη των 27, ο δείκτης τιμών καταναλωτή, δηλαδή ο τιμάριθμος, τρέχει με ετήσια βάση σε ποσοστό 7,5%. Στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό φτάνει στο 10,5%. Και είναι σημαντικά υψηλότερο σε προϊόντα και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης για τους πολλούς Έλληνες. Το άνοιγμα αυτό οφείλεται στην αισχροκέρδεια των κατά κανόνα ισχυρών.
Τις διαφοροποιήσεις του Αντώνη Σαμαρά έναντι κεντρικών πτυχών της κυβερνητικής πολιτικής πώς τις ερμηνεύετε;
Οι απόψεις αυτές του κύριου Σαμαρά είναι διαχρονικές και σεβαστές. Οι περισσότερες άλλωστε από αυτές βρίσκονται σε αρμονία με τις αξίες, τις αρχές και τον προγραμματικό λόγο του κόμματός του. Όταν το σύστημα Μητσοτάκη κάνει «σκόντο» σε προγραμματικές θέσεις του, ο θηριώδης επικοινωνιακός μηχανισμός στον οποίο προαναφέρθηκα επιχειρεί να απαξιώσει τον κύριο Σαμαρά. Θα περιοριστώ σ’ αυτά γιατί δεν θέλω να μπω στα εσωτερικά θέματα και στη λειτουργία του κυβερνώντος κόμματος. Αφήνω τη «δουλειά» αυτή σε άλλους.
Ο όρος «πολυδύναμος εκσυγχρονισμός» που έχει εισαγάγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ποια στόχευση έχει κατά τη γνώμη σας;
Ο πολυδύναμος εκσυγχρονισμός είναι ακόμη μία επικοινωνιακή φανφάρα του συστήματος εξουσίας που επιχειρεί να καλύψει τον παλαιοκομματισμό και τις πολιτικές και διαχειριστικές αδυναμίες του προσωπικού μηχανισμού του κύριου Μητσοτάκη, ο οποίος θέλει να είναι συγχρόνως και Βενιζέλος, και Καραμανλής, και Σημίτης, και ό,τι άλλο του γυαλίζει στην πρόσφατη πολιτική Ιστορία της χώρας. Όλα αυτά σε επίπεδο, θα ξανάλεγα, διακηρύξεων και «φαντασιώσεών» του. Γιατί στην πράξη το σύστημά του επιχειρεί να χειραγωγήσει τα πάντα στην Ελλάδα με πρακτικές που τείνουν να γίνονται όλο και πιο καθεστωτικές. Σε κάθε περίπτωση, ό,τι πιο «πολυδύναμο» έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα το σύστημα Μητσοτάκη είναι οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων του και «φίλων» του. Εκσυγχρονισμός και τηλεφωνικές παρακολουθήσεις είναι έννοιες ασύμβατες – για να μείνω σ’ αυτά.
Η Διακήρυξη των Αθηνών αποτελεί τη βάση για την εμπέδωση του κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδα και Τουρκίας;
Η Διακήρυξη των Αθηνών, μέσα από έναν παραλληλισμό των δύο κειμένων που είναι πολιτικά και όχι νομικά, αποτελεί μετεξέλιξη της Συμφωνίας της Μαδρίτης του 1999, την οποία είχε αποκηρύξει η Ν.Δ. γιατί παρήγαγε την αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο. Φυσικά και είναι θετικό όταν ένα συγκρουσιακό κλίμα ανάμεσα σε δύο γειτονικές χώρες κινείται σε κατεύθυνση ύφεσης. Η Ελλάδα άλλωστε έχει αποδείξει εδώ και χρόνια την ειλικρινή διάθεσή της για ειρηνική επίλυση των ανοιχτών θεμάτων με την Τουρκία. Κι αυτά κατά τη χώρα μας ήταν πάντα δύο: Η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Για όλα τα άλλα θέματα που θέτει η Τουρκία, αυτά είναι λυμένα και διευθετημένα από το Διεθνές Δίκαιο, από διεθνείς συνθήκες και από σχετικές ρυθμίσεις διεθνών οργανισμών. Όπως ξεκάθαρο είναι και το θέμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου έχουμε εισβολή, κατοχή, βίαιο εποικισμό και μια σειρά άλλων εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που είναι και απαράγραπτα. Έτσι, βγάζοντας τα θέματα της Κύπρου από τα θέματα των ελληνοτουρκικών διαφορών, προσφέρουμε γεωπολιτικά πλεονεκτήματα στην Τουρκία. Με βάση τα παραπάνω, όταν προσερχόμαστε στον όποιο διάλογο με την Τουρκία, θα πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ως προς το τι συζητάμε και ποια θέματα μπορούμε να διαπραγματευτούμε. Αν στο τραπέζι του διαλόγου θα έμπαιναν και θέματα για «σύνορα της καρδιάς μας» από την πλευρά της Τουρκίας, θα είχε «γούστο» να λέγαμε ότι και για κάποιους από εμάς τα «σύνορα της καρδιάς μας» φτάνουν και ξεπερνούν την Τραπεζούντα! Αλλά τότε δεν θα κάναμε εξωτερική πολιτική. Θα συνοψίσω λέγοντας ότι όταν ο κύριος Ερντογάν λέει δημόσια ότι τα βρίσκει με τον κύριο Μητσοτάκη αρκεί να μην παρεμβαίνουν τρίτοι, υπάρχει ένα ανοιχτό θέμα. Εκτός από τον ίδιο τον κύριο Μητσοτάκη, ποιος άλλος ξέρει σε τι συμφώνησε ο Έλληνας πρωθυπουργός; Και γι’ αυτά στα οποία συμφώνησε ή θα συμφωνήσει έχει εντολή από τον ελληνικό λαό; Όσο τα ερωτήματα αυτά θα μένουν εκκρεμή, τότε η Διακήρυξη των Αθηνών θα δημιουργεί την εντύπωση πως ο κύριος Μητσοτάκης είναι ένας εντολολήπτης «συμμαχικών» επιλογών και πως η Αθήνα δέχεται μέσα στο σπίτι της να αναγνωριστούν «πραγματικότητες» επί του εδάφους. Δηλαδή, όποιος έχει τη δύναμη να κάνει και το κουμάντο. Κι αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα.